Ενώ η εμφάνιση νέων ρευματολογικών νοσημάτων φαίνεται σπάνια μετά από λοίμωξη COVID-19, η επίπτωση μπορεί να είναι υψηλότερη σε ασθενείς με προηγούμενη λοίμωξη COVID-19 σε σύγκριση με υγιή άτομα. Μια μετα-ανάλυση του 2025 από έξι μελέτες παρατήρησης έδειξε ότι η επίπτωση 11 διαφορετικών νοσημάτων με ανοσο-μεσολαβούμενο μηχανισμό ήταν περίπου δύο έως τρεις φορές υψηλότερη σε ασθενείς με προηγούμενη διάγνωση COVID-19 σε σύγκριση με ασθενείς χωρίς ιστορικό λοίμωξης.
Αυτό περιελάμβανε:
- συστηματικά αυτοάνοσα νοσήματα (π.χ. ΣΕΛ, νόσος Sjögren [SjD], συστηματική σκλήρυνση [SSc]),
- φλεγμονώδη αρθρίτιδα (π.χ. ρευματοειδής αρθρίτιδα [RA], σπονδυλοαρθρίτιδες [SpA]),
- αγγειίτιδες,
- ρευματική πολυμυαλγία (PMR),
- σύνδρομο Behçet,
- φλεγμονώδη νοσήματα του εντέρου (IBD),
- ψωρίαση.
Αναφορές περιστατικών περιγράφουν και άλλους ειδικούς τύπους ρευματολογικών νοσημάτων, όπως γιγαντοκυτταρική αρτηρίτιδα (GCA), φλεγμονώδεις μυοπάθειες, αντιφωσφολιπιδικό σύνδρομο (APS), κρυσταλλική αρθροπάθεια και νόσο Still σε ενήλικες
Σε αντίθεση με τη λοίμωξη, ο εμβολιασμός κατά της COVID-19 δεν φαίνεται να σχετίζεται με αυξημένη επίπτωση φλεγμονώδους αρθρίτιδας Επιπλέον, ο εμβολιασμός φαίνεται να μειώνει τον κίνδυνο ανάπτυξης αυτοάνοσου φλεγμονώδους ρευματικού νοσήματος σε ασθενείς που στη συνέχεια μολύνονται με COVID-19
Αν και η συνολική επίπτωση των συστηματικών αυτοάνοσων νοσημάτων παραμένει χαμηλή, οι επαγγελματίες υγείας θα πρέπει να αξιολογούν προσεκτικά ασθενείς που εμφανίζουν συμπτώματα συμβατά με αυτοάνοσο νόσημα μετά από λοίμωξη COVID-19.
ΠΗΓΕΣ
First manifestation of adult-onset Still’s disease after COVID-19 – PubMed



