Δυσλιπιδαιμία: Ένας τροποποιήσιμος παράγοντας κινδύνου

Τι είναι τα λιπίδια του πλάσματος;

Τα λιπίδια του πλάσματος αποτελούνται κυρίως από λιποπρωτείνες (σφαιρικά συμπλέγματα λιπιδίων και ειδικών πρωτεινών). Τα λιπίδια, όπως η χοληστερόλη ή τα τριγλυκερίδια, απορροφώνται από το έντερο και μεταφέρονται σε όλο το σώμα μέσω λιποπρωτεϊνών για ενέργεια, παραγωγή στεροειδών ή σχηματισμό χολικών οξέων. Σημαντικά μόρια σε αυτές τις διαδικασίες είναι η χοληστερόλη, η χοληστερόλη λιποπρωτεϊνών χαμηλής πυκνότητας (LDL), τα τριγλυκερίδια και η λιποπρωτεΐνη υψηλής πυκνότητας (HDL). Μια ανισορροπία οποιουδήποτε από αυτούς τους παράγοντες, είτε από οργανικά είτε από μη οργανικά αίτια, μπορεί να οδηγήσει σε δυσλιπιδαιμία.

Πόσο συχνή είναι;

Η δυσλιπιδιαμία (υπερλιπιδαιμία) αποτελεί παράγοντα κινδύνου για την ανάπτυξη στεφανιαίας νόσου και γενικότερα καρδιαγγειακών νοσημάτων. Πάνω από τα 30 έτη η δυσλιπιδαιμία εμφανίζεται σε ποσοστά από 30-50%. Επίσης, σε μελέτες το 7% των παιδιών και των εφήβων ηλικίας 6 έως 19 ετών είχαν υψηλή ολική χοληστερόλη και το 22% είχαν τουλάχιστον ένα μη φυσιολογικό επίπεδο λιπιδίων. Η δυσλιπιδαιμία στην παιδική ηλικία μπορεί να επιμείνει στην ενήλικη ζωή και να αυξήσει τον κίνδυνο πρόωρης καρδιαγγειακής νόσου.

Που οφείλεται η δυσλιπιδαιμία;

Η διαταραχή στα επίπεδα λιπιδίων, είτε οφείλεται σε γενετική προδιάθεση είτε σε παράγοντες του τρόπου ζωής, μπορεί να οδηγήσει σε αθηροσκλήρωση και άλλες καρδιαγγειακές επιπλοκές. Η διάγνωση βασίζεται σε εξετάσεις λιπιδικού προφίλ, με συνιστώμενα επίπεδα στόχου για βέλτιστη καρδιαγγειακή υγεία.

Τι συμπτώματα έχει η δυσλιπιδαiμία και τι δείχνουν οι εξετάσεις αίματος;

Συνήθως οι ασθενείς δεν έχουν συμπτώματα λόγω της δυσλιπιδαιμίας. Στις εξετάσεις αίματος μετράμε συνήθως την χοληστερίνη CHOL, την LDL («κακή χοληστερίνη»). τηv HDL (“καλή» χοληστερίνη) και τα τριγλυκερίδια TG. Η Lp (a) μπορεί να μετρηθεί μια φορά και εκτιμά το γενικότερο καρδιαγγειακό κίνδυνο. Συνήθως την υπερλιπιδαιμία την αναζητούμε μετά τα 30 έτη αλλά και σε παιδιά/εφήβους για διερεύνηση τυχόν κληρονομικών μορφών.

Τι αποτέλεσμα έχει η διαχείριση της;

Η δυσλιπιδαιμία είναι ένας τροποποιήσιμος παράγοντας κινδύνου για καρδιαγγειακές παθήσεις και η πρόληψη και η διαχείριση είναι απαραίτητες για τη μείωση της παγκόσμιας επιβάρυνσης της νοσηρότητας και της θνησιμότητας. Μια μελέτη μεγάλης κλίμακας έδειξε ότι η μείωση της LDL χοληστερόλης κατά 1 mmol / L μείωσε τον κίνδυνο σοβαρών αγγειακών επεισοδίων κατά περίπου 20%, ανεξάρτητα από το αρχικό επίπεδο LDL. Μια μετα-ανάλυση 26 τυχαιοποιημένων δοκιμών διαπίστωσε ότι η θεραπεία με στατίνες μείωσε τον κίνδυνο θνησιμότητας από όλες τις αιτίες κατά 10%, τη στεφανιαία θνησιμότητα κατά 18% και τη θνησιμότητα από εγκεφαλικό επεισόδιο κατά 9%.

Πως μπορεί να προληφθεί και κάθε πότε πρέπει να κάνουμε σχετικές εξετάσεις

Υιοθετώντας έναν υγιεινό τρόπο ζωής τρώγοντας μια ισορροπημένη διατροφή με φρούτα, λαχανικά, δημητριακά ολικής αλέσεως, άπαχες πρωτεΐνες και υγιή λίπη, όπως ωμέγα-3 λιπαρά οξέα από ψάρια, ξηρούς καρπούς και σπόρους. αποφεύγοντας τα τρόφιμα με υψηλή περιεκτικότητα σε χοληστερόλη, κορεσμένα λίπη, τρανς λιπαρά, πρόσθετα σάκχαρα και αλάτι. Εάν είναι δυνατόν, η σωματική δραστηριότητα για τουλάχιστον 150 λεπτά εβδομαδιαίως. Η διατήρηση ενός υγιούς βάρους και δείκτη μάζας σώματος, η διακοπή του καπνίσματος και ο περιορισμός της πρόσληψης αλκοόλ συνιστώνται όλα.

Ο έλεγχος για δυσλιπιδαιμία καλό είναι να γίνεται, ειδικά για άτομα με οικογενειακό ιστορικό ή άλλους παράγοντες κινδύνου. Η συχνότητα και ο τύπος του ελέγχου εξαρτώνται από την ηλικία, το φύλο και την κατάσταση υγείας του ατόμου, αλλά γενικά, συνιστάται μια εξέταση λιπιδικού προφίλ κάθε 1 έως 2 χρόνια για ενήλικες και κάθε 2 χρόνια για παιδιά και εφήβους.

Πως σχετίζεται το κάπνισμα με την δυσλιπιδαιμία;

Το κάπνισμα σχετίζεται με αυξημένο οξειδωτικό στρες και φλεγμονή, τα οποία βλάπτουν τη λειτουργία και τη σύνθεση της HDL χοληστερόλης, οδηγώντας σε χαμηλά επίπεδα HDL χοληστερόλης.

Πως σχετίζεται ο υποθυρεοειδισμός με την δυσλιπιδαιμία

Ο υποθυρεοειδισμός σχετίζεται με μειωμένη έκφραση των υποδοχέων LDL και της λιποπρωτεϊνικής λιπάσης, που με τη σειρά τους, μειώνουν την κάθαρση της LDL χοληστερόλης και των τριγλυκεριδίων από το αίμα, οδηγώντας σε υψηλά επίπεδα LDL χοληστερόλης και τριγλυκεριδίων]

Ποιό στόχο έχει η θεραπεία;

Οι στρατηγικές θεραπείας λειτουργούν για να μετριάσουν τους κινδύνους στοχεύοντας συγκεκριμένες ανωμαλίες των λιπιδίων, δίνοντας έμφαση στις τροποποιήσεις του τρόπου ζωής και λαμβάνοντας υπόψη τις συννοσηρότητες για την εξατομίκευση της φροντίδας. Δεδομένης της πολύπλευρης φύσης της διαχείρισης της δυσλιπιδαιμίας, μια διεπιστημονική προσέγγιση είναι απαραίτητη για την ολοκληρωμένη φροντίδα των ασθενών.

Η θεραπεία της δυσλιπιδαιμίας εξαρτάται από τον τύπο και τη σοβαρότητα της κατάστασης και την παρουσία άλλων παραγόντων κινδύνου, όπως ο διαβήτης, η υπέρταση, η παχυσαρκία ή το κάπνισμα. Οι κύριοι στόχοι της θεραπείας είναι η μείωση της LDL χοληστερόλης, η αύξηση της HDL χοληστερόλης και η μείωση των τριγλυκεριδίων.

Οι στατίνες είναι τα φάρμακα πρώτης γραμμής για την αντιμετωπιση της δυσλιπιδαιμίας. Πρόκειται για αναστολείς ενός ενζύμου (της 3-ύδροξυ 3 μεθυλογλουταρύλο συνενζύμου Α). Οι στατίνες μειώνουν την LDL-C με αποτέλεσμα την σημαντική μείωση των στεφανιαίων επεισοδίων και των θανάτων από στεφανιαία νόσο. Τα θεραπευτικά οφέλη περιλαμβάνουν τη σταθεροποίηση της πλάκας, τη βελτίωση στεφανιαίας ενδοθηλιακής λειτουργίας, την αναστολή του σχηματισμού του αιμοπεταλιακού θρόμβου και την αντιφλεγμονώδη δράση.

Share:

Facebook
Twitter
Pinterest
LinkedIn